- Ἱππόβινος
- Ἱππόβῑνος, ὁ, ([etym.] βινέω) comic distortion of the pr. n. Ἱππόνικος,= ἱππόπορνος, Ar.Ra.433.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ιππόβινος — Ἱππόβινος, ὁ (Α) (κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Ἱπποβίνου — Ἱππόβινος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)